- Σαδώκ
- 4524 Σαδώκ{собств., 1}Садок (праведный).Человек в родословии Иисуса Христа (Мф. 1:14). См. евр. 6659 (קוֹדָצ).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Σαδδουκαίοι — οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα τού μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία τής ψυχής και… … Dictionary of Greek
Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό … Dictionary of Greek
Σαδουκαίοι — Μέλη ενός πολιτικοθρησκευτικού ρεύματος του ιουδαϊσμού, γνωστοί ήδη από την εποχή των Μακκαβαίων (2ος αι. π.Χ.) ως αντίπαλοι των Φαρισαίων: το όνομά τους προέρχεται από το Σαδώκ, από τον οποίο υποστήριζαν ότι κατάγονται, ή από το σαδδίκ =… … Dictionary of Greek